ήλιθα

ήλιθα
ἤλιθα (Α)
επίρρ.
1. αρκετά, υπερβολικά («ληίδα συνελάσσαμεν ἤλιθα πολλήν» — λάφυρα συγκεντρώσαμε πάρα πολλά, Ομ. Ιλ.)
2. άσκοπα, μάταια («οἵ τε πέτονται ἤλιθα» — κι αυτοί πετούν άσκοπα, Καλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. ήλιθα < *ήλιθος < ηλεός*.
ΠΑΡ. ηλίθιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἤλιθα — very much indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλεός — ἠλεός, ή, ὸν και αιολ. τ. ἆλλος, η, ον (Α) 1. αυτός που έχει σύγχυση στον νου, μαινόμενος, άφρων, μωρός, ηλίθιος 2. αυτός που διαταράσσει τον νου («οἶνος γὰρ ἀνώγει ἠλεός», Ομ. Οδ.) 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἠλεά ανόητα, με αφροσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ἤλιθ' — ἤλιτε , ἀλιταίνω sin aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) ἤλιθα , ἤλιθα very much indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”